εύλογος

εύλογος
η , ο [ος , ον ]
1) правильный, справедливый; оправданный; здравый; разумный, логичный;

ευρίσκω ( — или κρίνω, θεωρώ, νομίζω) εύλογον — находить, считать правильным, одобрять;

2) благовидный;

εύλογο πρόσχημα — благовидный предлог


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εύλογος" в других словарях:

  • εὔλογος — reasonable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… …   Dictionary of Greek

  • εύλογος — η, ο επίρρ. α ορθός, λογικός, παραδεχτός, κατανοητός, δικαιολογημένος: Εύλογη αγανάχτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐλογώτερον — εὔλογος reasonable masc acc comp sg εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc comp sg εὔλογος reasonable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογώτατα — εὔλογος reasonable adverbial superl εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογώτατον — εὔλογος reasonable masc acc superl sg εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλόγως — εὔλογος reasonable adverbial εὔλογος reasonable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔλογον — εὔλογος reasonable masc/fem acc sg εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογωτάτη — εὔλογος reasonable fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογωτάτην — εὔλογος reasonable fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλογωτέροις — εὔλογος reasonable masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»